allocate - ορισμός. Τι είναι το allocate
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι allocate - ορισμός

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Allocate; Allocator; Reallocate; Reallocation; Allocation (disambiguation); Allocations

allocate         
v.
1) (B; more rarely--A) the dean allocated the funds to several students
2) (D; tr.) to allocate for (our committee allocated money for the memorial)
Allocate         
·vt To Localize.
II. Allocate ·vt To distribute or assign; to Allot.
allocate         
(allocates, allocating, allocated)
If one item or share of something is allocated to a particular person or for a particular purpose, it is given to that person or used for that purpose.
Tickets are limited and will be allocated to those who apply first...
The 1985 federal budget allocated $7.3 billion for development programmes...
Our plan is to allocate one member of staff to handle appointments.
= assign, allot
VERB: be V-ed to n, V n for/to n, V n to-inf

Βικιπαίδεια

Allocation

Allocation may refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για allocate
1. In other words, clans with more land will allocate more areas for public use, and larger families will allocate less land so it has more left for housing.
2. Florida, where Giuliani leads by 17 points, will allocate 57.
3. The results are used to allocate seats in the U.S.
4. Allocate delegates and see what happens» Florida Gov.
5. Is it the most efficient way to allocate our resources?